ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑΣ

Tα παιδιά καθώς μεγαλώνουν εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους, μαθαίνουν να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα και σταδιακά ο λόγος τους τείνει να μοιάζει με αυτόν του ενήλικα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις παιδιών που δυσκολεύονται να κατανοήσουν το λόγο των άλλων ή να εκφράσουν τις σκέψεις τους, τις επιθύμιες τους και τα συναισθήματά τους. Τα παιδιά με αυτού του τύπου δυσκολίες ενδέχεται να παρουσιάζουν είτε καθυστέρηση λόγου είτε γλωσσική διαταραχή.

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΛΟΓΟΥ

Η γλωσσική καθυστέρηση αφορά παιδιά που στην ηλικία 18-30 μηνών, έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο και οι προτάσεις τους τείνουν να είναι μονολεκτικές. Τα παιδιά αυτά εξελίσσονται φυσιολογικά σε όλους τους υπόλοιπους αναπτυξιακούς τομείς (σωματική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη).

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Παιδιά που αναπτύσσονται φυσιολογικά σε όλους τους τομείς εκτός απ’τον λόγο, υπάρχει πιθανότητα να έχουν γλωσσική διαταραχή. Η νοημοσύνη τους και η ακοή τους κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα και δεν παρουσιάζουν στοιχεία σοβαρών ψυχικών ή συναισθηματικών δυσκολιών, οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη δυσκολία τους στο λόγο.

Ο συσχετισμός μεταξύ της ειδικής γλωσσικής διαταραχής και των μετέπειτα διαταραχών στη μάθηση είναι πολύ ισχυρός, παρόλο που η ακριβής φύση αυτού του συσχετισμού δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές μακροπρόθεσμα, αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν πτώση του δείκτη νοημοσύνης, ανεπαρκή μνήμη εργασίας και δυσκολίες στις κοινωνικές τους δεξιότητες. Μια ειδική γλωσσική διαταραχή συχνά μετατρέπεται σε διαταραχή στη μάθηση, διότι η δυνατότητα μάθησης είναι το πιο ευάλωτο σημείο γι’ αυτές τις διαταραχές κι έχει δία βίου επιπτώσεις.

Είναι δύσκολο να περιγράψουμε την τυπική εικόνα ενός παιδιού με αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή, καθώς υπάρχει ανομοιογένεια στις συμπεριφορές-χαρακτηριστικά που μπορούμε να περιμένουμε.

Υπάρχουν κάποιες βασικές ομοιότητες, όπως καθυστέρηση στην έναρξη κι ανάπτυξη του λόγου, ανεπαρκής μνήμη, αργός ρυθμός επεξεργασίας ερεθισμάτων.

Από την άλλη παρατηρούνται σημαντικές διαφορές αναλόγως που υπάρχει περισσότερη ανεπάρκεια στην κατανόηση ή στην έκφραση του λόγου. Αν οι δυσκολίες είναι πιο έντονες στην κατανόηση τότε πρόκειται για αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή αντιληπτικού τύπου. Αν οι δυσκολίες είναι πιο έντονες στην έκφραση τότε πρόκειται για αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή εκφραστικού τύπου.

Κάποια χαρακτηριστικά της ειδικής γλωσσικής διαταραχής εκφραστικού τύπου είναι οι απλές προτάσεις, η δυσκολία στην αφήγηση και στην εύρεση κατάλληλης λέξης καθώς και η μη σωστή χρήση αντωνυμιών, χρόνων, συνδέσμων, εννοιών χρόνου και διαδοχής. Επιπλέον, τα παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή εκφραστικού τύπου δε μιλάνε καθαρά γιατί δυσκολεύονται στην επιμέρους επεξεργασία των συμφώνων.

Κάποια χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής γλωσσικής διαταραχής αντιληπτικού τύπου είναι η σοβαρή δυσκολία των παιδιών να κατανοήσουν αυτά που ακούνε, η δυσκολία στην κατανόηση αφηρημένων εννοιών και μεταφορών, καθώς επίσης, μπερδεύονται με λέξεις που έχουν παρόμοια σημασία. Η ομιλία τους συνήθως είναι κανονική και το λεξιλόγιο τους είναι άτυπα οργανωμένο.

Είναι δύσκολο να διαχωριστούν αυτοί οι δύο τύποι. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η διαφορά μεταξύ χρονολογικής και γλωσσικής ηλικίας, που κυμαίνεται περίπου στα δύο χρόνια. Η ειδική γλωσσική διαταραχή εκφραστικού τύπου έχει καλύτερη πρόγνωση διότι ένα παιδί με σχετικά καλή κατανόηση λόγου έχει περισσότερες πιθανότητες επίλυσης του προβλήματος.

Οι περιβαλλοντολογικοί παράγοντες δεν αποτελούν αιτία για ειδική γλωσσική διαταραχή, ενώ στην απλή καθυστέρηση του λόγου βελτίωση στο περιβάλλον μπορεί και να επιφέρει βελτίωση στο λόγο. Επίσης, η απλή καθυστέρηση του λόγου εως τα 5 μπορεί να αποκατασταθεί, αν έχει γίνει έγκαιρη και πρώιμη παρέμβαση, ενώ η ειδική γλωσσική διαταραχή επιδέχεται βελτίωση, αλλά δε μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως.

Στα παιδιά με φαινομενική βελτίωση στο λόγο δε σημαίνει οτι έγινε αποκατάσταση αλλά χρειάζεται συνεχής έλεγχος της κατανόησης. Δευτερογενή ψυχολογικά αίτια επηρεάζουν την πορεία της θεραπείας και το εύρος της αποκατάστασης. Τα προβλήματα στην έκφραση του λόγου δεν ξεπερνιούνται αυθόρμητα.

ΣΧΙΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΑΘΟΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

Οι υπερωιοσχιστίες είναι η πιο συχνή ανατομική ανωμαλία που προκαλεί διαταραχές στην άρθρωση των παιδιών. Διάφορες μέθοδοι χειρουργικής αποκατάστασης της υπερώας έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ικανοποιητική λειτουργικότητα της σκληρής και της μαλθακής υπερώας για την παραγωγή καταληπτής ομιλίας. Η αποκατάσταση της σκληρής υπερώας γίνεται συνήθως όταν το παιδί είναι 1 έτους. Στις περιπτώσεις που η αρχική επέμβαση δεν έχει το προσδοκόμενο αποτέλεσμα, όσον αφορά την ομιλία, γίνονται φαρυγγοπλαστικές επεμβάσεις για να αντιμετωπιστεί η φαρυγγο-υπερωική δυσλειτουργία. Ο ατελής εγκλεισμός της διόδου του αέρα από τη μύτη μετεγχειρητικά μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η λογοθεραπεία είναι απαραίτητη εάν 2-3 μήνες μετά την επέμβαση δεν έχει επέλθει αυτόματη βελτίωση.

Ένα συχνό χαρακτηριστικό των παιδιών με γναθοπροσωπικές ανωμαλίες είναι οι ωτίτιδες επειδή η βαρηκοϊα, ειδικά πριν την ηλικία των 12 μηνών, είναι συχνά συνδεδεμένη με τα φωνολογικά προβλήματα, σε κάθε παιδί με υπερωιοσχιστία, του οποίου η ομιλία παραμένει έντονα διαταραγμένη, θα πρέπει να γίνεται πλήρης φωνολογική ανάλυση και αξιολόγηση. Η παροχή αρθρωτικής εκπαίδευσης σε συνδυασμό με ένα φωνολογικό πρόγραμμα θεραπείας είναι απαραίτητη.

Η σοβαρότητα της αρθρωτικής διαταραχής πρέπει να διερευνάται σε συνδυασμό με την λειτουργικότητα των αποκαταστημένων πλέον αρθρωτικών οργάνων ( χείλη, δόντια, γνάθος, γλώσσα, σκληρή και μαλθακή υπερώα, μύτη). Αν και υπάρχει διάσταση απόψεων, συνήθως, κατάλληλη στιγμή για την έναρξη λογοθεραπείας θεωρείται 3 μήνες μετά την επέμβαση, εάν και εφόσον, βέβαια, η ομιλία του παιδιού δεν αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη βελτιωμένη αρθρωτική ικανότητα που παρείχε η επέμβαση.

Για να αλλάξει το παιδί τις αρθρωτικές του συνήθειες, και κατά επέκταση τον τρόπο ομιλίας που είχε υιοθετήσει σε ένα αναποτελεσματικό στοματικό περιβάλλον, χρειάζεται βοήθεια και καθοδήγηση από τον ειδικό.

ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ

Παλαιότερες θεωρίες προσπάθησαν να συνδέσουν την αιτιολογία του τραυλισμού με ψυχολογικά και ψυχοπαθολογικά αίτια. Οι θεωρίες αυτές είναι πλέον ξεπερασμένες αφού πρόσφατες μελέτες αναγνωρίζουν τον τραυλισμό ως μια διαταραχή με οργανική (κληρονομική) προδιάθεση που ενεργοποιείται και εδραιώνεται με την συμμετοχή γλωσσικών, συναισθηματικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Η λογοθεραπευτική αξιολόγηση αμέσως μετά την εμφάνισή των πρώτων συμπτωμάτων και η έγκαιρη και κατάλληλη θεραπεία κατά την προσχολική ηλικία μπορεί να αποτρέψει την εδραίωση του εξελικτικού τραυλισμού. Η κατάλληλη θεραπεία στα παιδιά σχολικής ηλικίας, στους εφήβους και στους ενηλίκους μπορεί να ελαχιστοποιήσει τα συμπτώματα του τραυλισμού και τις επικοινωνιακές, ψυχολογικές και λειτουργικές συνέπειές τους. Η λογοθεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε θετική αλλαγή στην ομιλία, αλλά και στον τρόπο που λειτουργεί και αισθάνεται κάποιος στην επικοινωνία με τους άλλους. Οι παρεμβάσεις από άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, στις περιπτώσεις που απαιτούνται, είναι επικουρικές στις κλινικές παρεμβάσεις του λογοθεραπευτή. Μη λογοθεραπευτικές παρεμβάσεις συνήθως δεν είναι από μόνες τους αποτελεσματικές.

Σημείωση: Άλλες διαταραχές ροής της ομιλίας είναι ο βατταρισμός, ο τραυλισμός ψυχογενούς αιτιολογίας και ο τραυλισμός νευρογενούς αιτιολογίας. Στο παρόν κείμενο αναφερόμαστε στον εξελικτικό τραυλισμό, την δυσκολία στην οποία αναφέρονται οι περισσότεροι γονείς όταν λένε: “νομίζω πως το παιδί μου τραυλίζει”

Οι πληροφορίες για τον τραυλισμό προέρχονται από την ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος του Π.Σ.Λ. (http://www.logopedists.gr) και δεν αποτελούν προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας μου.